- ζωμίον
- ζωμίον, τὸ (Α)υποκορ. τού ζωμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωμίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμίῳ — ζωμίον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμί — (Μ δαμίν) επίρρ. λίγο, λιγάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαγμίον, υποκοριστικό τού δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός ζωμίον, κορμός κορμίον, ψωμός ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά] … Dictionary of Greek
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
ԹԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0794 Chronological Sequence: Early classical, 8c գ. ἔψημα coctile ζώμιον jusculum. իտ. minestra (արմատ Թանալոյ, իբր թաց ուտելիք.) Կերակուր խոնաւ. եփոց ջրի՝ դիւրակուլ. ապուր. աշ, շօրպա, շուռվա, չօրպա. եբր. նազիդ. *Եւ էր եփեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)